κόμπος

κόμπος
ο
1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού.
2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους.
3. σημείο διασταύρωσης οδικού ή σιδηροδρομικού δικτύου: Η Αθήνα είναι σπουδαιότατος συγκοινωνιακός κόμπος της Ελλάδας.
4. σταγόνα, ελάχιστη ποσότητα: Δεν έμεινε ούτε κόμπος κρασί.
5. φρ., «Έφτασε ο κόμπος στο χτένι», η κατάσταση έφτασε σε κρίσιμο σημείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομπός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — din masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ακρόδεσμος — Κόμπος, γνωστός και ως το οχτώ, γιατί έχει το σχήμα του αριθμού 8 και γίνεται στην άκρη σκοινιού. Ανάλογος είναι και ο κόμπος που ονομάζεται ανάσταλμα …   Dictionary of Greek

  • κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπούς — κομπός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπόν — κομπός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποις — κόμπος din masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”