κομπός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — din masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
ακρόδεσμος — Κόμπος, γνωστός και ως το οχτώ, γιατί έχει το σχήμα του αριθμού 8 και γίνεται στην άκρη σκοινιού. Ανάλογος είναι και ο κόμπος που ονομάζεται ανάσταλμα … Dictionary of Greek
κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπούς — κομπός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπόν — κομπός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμποις — κόμπος din masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)